κηλῶ

κηλῶ
κηλέω
charm
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
κηλέω
charm
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
κηλόω
have an abnormal delivery
pres subj act 1st sg
κηλόω
have an abnormal delivery
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

  • κηλαίνω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κηλώ (I)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κηλῶ (I) «μαγεύω», σχηματισμένος κατά τα ρ. σε αίνω] …   Dictionary of Greek

  • Кастория — Город Кастория Καστοριά Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • Касториа — Город Кастория Καστοριά Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • Касторья — Город Кастория Καστοριά Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • ακήλητος — ἀκήλητος, ον (Α) [κηλῶ ( έω)] αυτός που δεν γοητεύεται εύκολα και συνεκδ. αδυσώπητος, σκληρός, άσπλαχνος …   Dictionary of Greek

  • βαυκαλώ — βαυκαλῶ ( άω) (Α) 1. βαυκαλίζω 2. κραυγάζω 3. φροντίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βαυκαλώ συνδέεται σημασιολογικά με το βαυβώ* και υποστηρίχτηκε ότι αρχικά ήταν σύνθετο (βαυ + κηλώ «μαγεύω, τέρπω, θέλγω»). Κατ άλλους όμως τα βαυκαλώ και βαυκαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοκηλόκομπος — γλωσσοκηλόκομπος, ον (Μ) αυτός που θέλγει ή καταπραΰνει τους άλλους με κομπαστική γλώσσα, με περιαυτολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κηλώ «μαγεύω, θέλγω, τέρπω» + κόμπος «καύχηση, κομπορρημοσύνη»] …   Dictionary of Greek

  • ευκηλήτειρα — εὐκηλήτειρα, ἡ (Α) αυτή που θέλγει, που γαληνεύει, που καταπραΰνει («παίδων εὐκηλήτειρα», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηλήτειρα, θηλ. τού κηλήτωρ (< κηλώ «θέλγω»)] …   Dictionary of Greek

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”