κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek
κηλαίνω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κηλώ (I)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κηλῶ (I) «μαγεύω», σχηματισμένος κατά τα ρ. σε αίνω] … Dictionary of Greek
Кастория — Город Кастория Καστοριά Страна ГрецияГреция … Википедия
Касториа — Город Кастория Καστοριά Страна ГрецияГреция … Википедия
Касторья — Город Кастория Καστοριά Страна ГрецияГреция … Википедия
ακήλητος — ἀκήλητος, ον (Α) [κηλῶ ( έω)] αυτός που δεν γοητεύεται εύκολα και συνεκδ. αδυσώπητος, σκληρός, άσπλαχνος … Dictionary of Greek
βαυκαλώ — βαυκαλῶ ( άω) (Α) 1. βαυκαλίζω 2. κραυγάζω 3. φροντίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βαυκαλώ συνδέεται σημασιολογικά με το βαυβώ* και υποστηρίχτηκε ότι αρχικά ήταν σύνθετο (βαυ + κηλώ «μαγεύω, τέρπω, θέλγω»). Κατ άλλους όμως τα βαυκαλώ και βαυκαλίζω… … Dictionary of Greek
γλωσσοκηλόκομπος — γλωσσοκηλόκομπος, ον (Μ) αυτός που θέλγει ή καταπραΰνει τους άλλους με κομπαστική γλώσσα, με περιαυτολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κηλώ «μαγεύω, θέλγω, τέρπω» + κόμπος «καύχηση, κομπορρημοσύνη»] … Dictionary of Greek
ευκηλήτειρα — εὐκηλήτειρα, ἡ (Α) αυτή που θέλγει, που γαληνεύει, που καταπραΰνει («παίδων εὐκηλήτειρα», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηλήτειρα, θηλ. τού κηλήτωρ (< κηλώ «θέλγω»)] … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek